- ἀστροθεάμων
- ἀστρο-θεάμων [ᾱ], ονος, ὁ, ([etym.] θεάομαι)A observing the stars,
ἱστορία Dam.Pr.23
;ἐπιστήμη Id.Isid.145
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἱστορία Dam.Pr.23
;ἐπιστήμη Id.Isid.145
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αστροθεάμων — ἀστροθεάμων, ο, η (AM) αυτός που ασχολείται με την παρατήρηση των άστρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + θεάμων «παρατηρητής»] … Dictionary of Greek
ἀστροθεάμων — observing the stars masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστροθεάμονα — ἀστροθεάμων observing the stars masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστροθεάμονας — ἀστροθεάμων observing the stars masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστροθεάμονες — ἀστροθεάμων observing the stars masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστροθεάμονος — ἀστροθεάμων observing the stars masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστροθεάμοσι — ἀστροθεάμων observing the stars masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… … Dictionary of Greek